περιαυτολογικός

περιαυτολογικός
περιαυτο-λογικός, ή, όν,
A boastful,

στομφασμός Eust.897.2

. Adv. -

κῶς Id.1866.28

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περιαυτολογικός — ή, ό / περιαυτολογικός, ή, όν, ΝΜ [περιαυτολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιαυτολογία, κομπαστικός. επίρρ... περιαυτολογικώς και ά / περιαυτολογικώς και ά, ΝΜ με περιαυτολογία, κομπαστικά …   Dictionary of Greek

  • περιαυτολογικόν — περιαυτολογικός boastful masc acc sg περιαυτολογικός boastful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαυτολογικῶς — περιαυτολογικός boastful adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”